- κυλλάστιν
- κυλλάστιςfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φθέγγομαι — ΝΜΑ (λόγιος τ.) μιλώ νεοελλ. (με ειρωνική συν. σημ.) λέω κάτι με στόμφο μσν. αρχ. ξεστομίζω («βασιλεῡ κοῑον ἐφθέγξαο ἔπος;», Ηρόδ.) αρχ. 1. (ιδίως) μιλώ με ένταση, φωνάζω 2. (σπάν.) βγάζω ασθενή φωνή («ὀλίγῃ ὀπῇ φθεγξάμενος», Ομ. Οδ.) 3. (για… … Dictionary of Greek